- ρετινοϊκός
- -ή, -ό, Ν [ρετινάλη / ρετινόλη]φρ. «ρετινοϊκό οξύ»(βιοχ.-φαρμ.) κοινή ονομασία τού διτερπενικού οξέος το οποίο λαμβάνεται με οξείδωση τής ρετινάλης ή τής ρετινόλης και τού οποίου η τοπική εφαρμογή αποτελεί την κύρια θεραπευτική αγωγή εναντίον τής ακμής, αλλ. τρητινοΐνη ή οξύ τής βιταμίνης Α.
Dictionary of Greek. 2013.